- χαράτζι
- το, Νβλ. χαράτσι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαράτσι — το / χαράτσιον, ΝΜ, και χαράτζι Ν (κατά την τουρκοκρατία) κεφαλικός φόρος υποχρεωτικός για τους Ορθοδόξους νεοελλ. μτφ. 1. πρόστιμο 2. (κατ επέκτ.) κάθε βαριά φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harac] … Dictionary of Greek
χαρατζής — ο, Ν [χαράτσι / χαράτζι] (κατά την τουρκοκρατία) υπάλληλος που εισέπραττε τους φόρους και, κυρίως, τον κεφαλικό φόρο … Dictionary of Greek
αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… … Dictionary of Greek